Ως κήλη του Spiegel ορίζεται η συγγενής ή η επίκτητη πρόπτωση ενός περιτοναϊκού οργάνου ή προπεριτοναϊκού λίπους διαμέσου της απονεύρωσης του Spiegel.
Παρ’ό,τι αποτελούν τις συχνότερες από τις εγκάρσιες κοιλιοκήλες, αποτελούν μόλις το 1-2% του συνόλου των κηλών. Η απονεύρωση του Spiegel και οι κήλες της περιγράφηκαν το 1964, από τον Josef T Klinkosh, αλλά οφείλουν το όνομά τους στον ανατόμο που περιέγραψε πρώτος την ημισεληνοειδή γραμμή, τον Adriaan van der Speigel. Η απονεύρωση του Spiegel είναι το απονευρωτικό τμήμα του εγκαρσίου κοιλιακού μυός μεταξύ της μηνοειδούς γραμμής (ή γραμμής του Spiegel) επί τα εκτός και του έξω χείλους του ορθού κοιλιακού μυός επί τα εντός. Οι μηνοειδείς γραμμές είναι δυο καμπύλες γραμμές που αποτελούν το όριο μετάπτωσης του εγκαρσίου κοιλιακού μυός στην απονεύρωσή του και εκτείνονται από τον ένατο πλευρικό χόνδρο μέχρι το ηβικό φύμα. Ενώ η δημιουργία κήλης διαμέσου της απονεύρωσης του Spiegel μπορεί να συμβεί σε όλα τα επίπεδα του κοιλιακού τοιχώματος, συχνότερα συμβαίνει κάτω από το επίπεδο του ομφαλού.
Η περιοχή αυτή, που ονομάζεται «ζώνη κήλης του Spiegel», είναι μια εγκάρσια λωρίδα πλάτους 6cm, με κατώτερο όριο μια νοητή γραμμή που ενώνει τις δυο πρόσθιες άνω λαγόνιες άκανθες. Η απονεύρωση του Spiegel, είναι πλατύτερη σε αυτή τη ζώνη και πιο αδύναμη στην περιοχή που οι μηνοειδείς γραμμές συναντούν την τοξοειδή γραμμή. Σημειώνεται ότι η τοξοειδής γραμμή, γνωστή και ως τοξοειδής πτυχή ή ημικύκλιος γραμμή ή γραμμή του Douglas, οριοθετεί το κατώτερο όριο του οπισθίου πετάλου της θήκης του ορθού κοιλιακού μυός. Πάνω από την τοξοειδή γραμμή, η απονεύρωση του έσω πλαγίου μυός διαχωρίζεται, έτσι ώστε να περικλείει τον ορθό κοιλιακό και να αποτελεί τμήμα τόσο του προσθίου όσο και του οπισθίου πετάλου της θήκης του.
Στο ύψος αυτό, το πρόσθιο πέταλο της θήκης του ορθού κοιλιακού ενισχύεται ακόμη από την απονεύρωση του έξω λοξού, ενώ το οπίσθιο πέταλο της θήκης ενισχύεται από την απονεύρωση του εγκαρσίου κοιλιακού μυός και την εγκαρσία περιτονία. Κάτω από την τοξοειδή γραμμή, οι απονευρώσεις του εγκαρσίου κοιλιακού και του έσω λοξού στρέφονται προς τα εμπρός και περνούν μπροστά από τον ορθό κοιλιακό, μαζί με την απονεύρωση του έξω λοξού.
Στην περιοχή αυτή το οπίσθιο τοίχωμα του ορθού κοιλιακού μυός έρχεται σε επαφή με την εγκαρσία περιτονία. Αυτή η απουσία οπισθίου πετάλου της θήκης είναι που συνεισφέρει στη σχετική αδυναμία της απονεύρωσης του Spiegel, κάτω από την τοξοειδή γραμμ, και η απολέπτυνση των τενόντιων ινών της στη θήκη του ορθού κοιλιακού, οδηγεί στη δημιουργία χάσματος και κήλης. Χάσματα τα οποία συναντώνται κατώτερα και επί τα εντός των κάτω επιγάστριων αγγείων αποτελούν πιθανότερα ευθείες βουβωνοκήλες, διαμέσου του τριγώνου του Hesselbach, παρά αληθείς «κατώτερες κήλες του Spiegel».
Οι κήλες του Spiegel συχνότερα εμφανίζονται μεταξύ της τέταρτης και της έβδομης δεκαετίας της ζωής, έχουν όμως περιγραφεί και στον παιδιατρικό πληθυσμό. Πολλοί από αυτούς τους ασθενείς έχουν ιστορικό χειρουργικών επεμβάσεων στην κοιλία ή πάσχουν από χρόνιες παθήσεις που οδηγούν σε αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση (παχυσαρκία, πνευμονικές νόσοι, υπερτροφία προστάτη, πολύτοκες γυναίκες). Στα τυπικά συμπτώματα ανήκουν το κοιλιακό άλγος και η ψηλαφητή μάζα στο κοιλιακό τοίχωμα, ενώ όπως και με τις υπόλοιπες κήλες, η κλινική εξέταση διευκολύνεται με τον ασθενή σε όρθια θέση. Άλλες φορές η κήλη μπορεί να μην προβάλλει διαμέσου της απονεύρωσης του έξω λοξού μυός και να γίνεται δύσκολη η διάγνωσή της, με εξαίρεση τα ιδιαιτέρως αδύνατα άτομα. Αν και η κήλη του Spiegel δεν περιλαμβάνεται στην αρχική διαφορική διάγνωση ενός ασθενή που παρουσιάζεται με συμπτώματα εντερικής απόφραξης, η διάγνωση συνήθως τίθεται διεγχειρητικά.
Το κηλικό χάσμα είναι συνήθως μικρό (1-2cm), με ινώδες χείλος και η περίσφιξη του προπίπτοντος σπλάχνου είναι συχνή. Ο κηλικός σάκος αποτελείται από απολεπτυσμένες ίνες της εγκάρσιας περιτονίας που επικαλύπτουν το προπεριτοναϊκό λίπος και το περιτόναιο. Παρ’ό,τι συνήθως περιέχει λεπτό έντερο ή επίπλουν, έχουν αναφερθεί περιπτώσεις όπου το περιεχόμενο ήταν παχύ έντερο, ωοθήκες, όρχεις, Μεκέλειος απόφυση ή ουροδόχος κύστη. Το US και η CT αποτελούν χρήσιμα εργαλεία στη διάγνωση των κηλών του Spiegel. Τα πλεονεκτήματα του US είναι η φορητότητά του και η δυνατότητα χρήσης του σε πραγματικό χρόνο, με τον ασθενή σε όρθια θέση προς διευκόλυνση της διάγνωσης. Σε ασθενείς με εντερική απόφραξη και ασαφή ή αμφιλεγόμενα κλινικά ευρήματα, η CT με χορήγηση σκιαγραφικού μπορεί να θέσει τη διάγνωση. Πολλές φορές όμως, η CT δεν είναι διαγνωστική, εάν η κήλη αναταχθεί αυτόματα κατά την κατάκλιση του ασθενούς ή όταν πρόκειται για μικρά χάσματα.
Η αποκατάσταση των κηλών του Spiegel γίνεται παραδοσιακά με ανοιχτή μέθοδο. Η συρραφή του κηλικού χάσματος πρέπει να γίνει με τεχνική «χωρίς-τάση», είτε συμπλησιάζοντας τα απονευρωτικά πέταλα, είτε χρησιμοποιώντας προσθετικό υλικό.
Με την εισαγωγή πλέον της λαπαροσκοπικής χειρουργικής, οι κήλες αυτές αντιμετωπίζονται λαπαροκσοπικά με ιδιαίτερα ποσοστά επιτυχίας
Για περισσότερες πληροφορίες και υπεύθυνη ενημέρωση επικοινωνήστε με τον κο Όθωνα Μιχαήλ, Γενικό Χειρουργό, Διευθυντή Χειρουργικής Κλινικής Ιατρικού Παλαιού Φαλήρου και Υπεύθυνο Τμήματος Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής, Τηλ.: 2109520070, 6944435931 | Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. | http://www.omichail.gr