Ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα

Ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα: Επικίνδυνο σε μεγάλες ηλικές

Εκτύπωση

Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα προέρχεται από τα κερατινοποιητικά ή μαλπιγιακά κύτταρα της επιδερμίδας, εμφανίζεται δε συνήθως σε ηλικιωμένους ασθενείς, και πιο συχνά στους άντρες. Έχει πολλά κοινά στοιχεία με το BCC.

Ο κυριότερος αιτιολογικός του παράγοντας είναι η ηλιακή ακτινοβολία UVB, που εκδηλώνεται με την εμφάνιση βλαβών σε εκτεθειμένες περιοχές του σώματος, κυρίως την κεφαλή και τον τράχηλο, την αυξημένη εμφάνισή του σε εργαζόμενους στην ύπαιθρο, σε περιοχές πλησίον του ισημερινού, και τέλος τη σπανιότητα ανεύρεσής του στις έγχρωμες φυλές.

 

Η συχνότητα όμως συσχέτισής του με άλλους αιτιολογικούς παράγοντες όπως χημικές ουσίες, χρόνια έλκη, διάφορες δερματίτιδες, ερυθηματώδη λύκο και ιδρωταδενίτιδα είναι πολύ πιο ισχυρή από τα BCC.

Η κληρονομικότητα είναι επίσης σημαντική, αφού οι ανοιχτόχρωμες φυλές παρουσιάζουν SCC πιο συχνά από τους μεσογειακούς πληθυσμούς. Άλλοι κληρονομικοί παράγοντες περιλαμβάνουν τη μελαχρωματική ξηροδερμία (Xeroderma Pigmentosum) και τον αλβινισμό. Συχνή είναι η εμφάνιση SCC σε έδαφος προκαρκινικών βλαβών, όπως η ακτινική κεράτωση, η νόσος του Bowen ή η ερυθροπλασία του Queyrat. Η αλλαγή αυτή της προκαρκινικής βλάβης εκδηλώνεται με φλε¬γμονή και πάχυνση της περιοχής γύρω από αυτήν. Κοινοί με το BCC είναι και οι υπόλοιποι αιτιολογικοί παράγοντες, όπως η ακτινοβολία, η ανοσοκαταστολή και διάφοροι ιοί.

Κλινικά μπορούμε να διακρίνουμε δύο τύπους SCC. Ο πρώτος μεγαλώνει αργά και είναι εξωφυτικός και ακροχορδονώδης. Είναι τοπικά διηθητικός και σπάνια δίνει μεταστάσεις. Ο δεύτερος είναι οζώδης και σκληρός, με ταχεία ανάπτυξη, πρώιμη εξέλκωση και γρήγορη τοπική διήθηση. Η πιθανότητα μεταστατικής νόσου στο δεύτερο τύπο είναι μεγαλύτερη.

Στην ιστολογική εξέταση παρατηρούνται ομάδες κερατινοποιητικών κυττάρων που διηθούν το χόριο, υπάρχει δε άλλοτε άλλου βαθμού παραγωγή κερατίνης. Στις βλάβες με χαμηλή διαφοροποίηση, η κερατινοποίηση είναι ελάχιστη ή απουσιάζει εντελώς, υπάρχει δε μειωμένη φλεγμονώδης αντίδραση στο γύρω χόριο. Έτσι όσο πιο έντονη είναι η φλεγμονώδης αντίδραση του υποστρώματος τόσο μεγαλύτερη είναι η διαφοροποίηση του καρκίνου.

Η διαφορική διάγνωση του SCC στα πρώιμα στάδια είναι δύσκολη, αφού η κλινική του εικόνα είναι παρόμοια με τα BCC, τις υπερκερατώσεις, το κερατοακάνθωμα και τους διάφορους όγκους των εξαρτημάτων του δέρματος. Υπάρχει σημαντική πιθανότητα λανθασμένης διάγνωσης μιας δερματικής βλάβης και γι’ αυτό σκόπιμο είναι πριν από την οριστική θεραπεία να γίνεται βιοψία της βλάβης, έτσι ώστε η θεραπεία να είναι ακριβής.

Το SCC συχνά συγχέεται με το BCC, που ενώ έχουν παρόμοιες μορφές θεραπείας, γενικά η θεραπεία των SCC είναι πιο επιθετική, περιλαμβάνει δε ευρύτερα χειρουργικά όρια εκτομής και στην περιφέρεια της βλάβης αλλά και στο βάθος της. Ο γιατρός θα πρέπει να έχει υπόψη την αυξημένη πιθανότητα λεμφαδενικής μετάστασης του SCC.

Μικρές και μεμονωμένες δερματικές εξελκώσεις και ύποπτες βλάβες μπορούν να αντιμετωπιστούν συντηρητικά με κάποια αλοιφή που περιέχει αντιβιοτικό για 2 έως 3 εβδομάδες. Αν η εξέλκωση δεν θεραπευτεί στο διάστημα αυτό, θα πρέπει να θεωρείται δερματικός καρκίνος μέχρις αποδείξεως του εναντίου.

Η θεραπεία εξαρτάται από την ηλικία του ασθενούς και το μέγεθος της βλάβης. Υπάρχει η τάση να χρησιμοποιούνται πιο συντηρητικές θεραπείες, όσο μεγαλύτερος είναι ο ασθενής και όσο μικρότερη είναι η βλάβη. Μία βλάβη μικρότερη του 1 εκ. σε διάμετρο γενικά, μπορεί να θεραπευτεί με όλους τους τρόπους που αναπτύχθηκαν για τα BCC. Όμως επειδή τα SCC είναι πιο επιθετικές βλάβες, γενικά προτιμάται η χειρουργική αφαίρεσή τους. Τα όρια εκτομής των μικρών αυτών βλαβών είναι περιορισμένα, και 5 mm γενικά θεωρούνται αποδεκτά.

SCC με διάμετρο μεγαλύτερη του 1 εκ. χρειάζονται προσεκτικότερη αντιμετώπιση. Η κλινική εξέταση πρέπει να γίνεται με καλό φωτισμό, και να ψηλαφώνται τα περιφερικά και εν τω βάθει όρια της βλάβης. Η κλινική εξέταση πρέπει να περιλαμβάνει πάντα τους περιοχικούς λεμφαδένες, καθώς οι βλάβες αυτές μπορεί να είναι μεταστατικές. Γενικά χειρουργικά όρια εκτο¬μής 1 εκ. είναι αποδεκτά, αλλά μπορεί να αυξηθούν σε 2 έως 3 εκ. όσο μεγαλύτερη είναι η διάμετρος του SCC. Είναι φανερό ότι τα αυξημένα όρια εκτομής σε σχέση με τα BCC δημιουργούν μεγαλύτερα ιστικά ελλείμματα, και η αποκατάστασή τους είναι πολλές φορές σύνθετη.
 
Εκτός από τη διάμετρο, το πάχος ενός SCC πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στη θεραπεία του SCC με πάχος μεγαλύτερο των 4 mm έχουν μεγαλύτερη συχνότητα τοπικής υποτροπής, ενώ όταν το πάχος τους είναι μεγαλύτερο από 8 mm υπάρχει αυξημένη πιθανότητα λεμφαδενικών μεταστάσεων. Τα επίπεδα διήθησης κατά Clark σχετίζονται επίσης με την επιθετικότητα της νόσου. Επίπεδα διήθησης IV και V εμφανίζουν ποσοστά υποτροπής 24%.

Ο χειρουργός πρέπει να συνυπολογίσει τις ανατομικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής, που καθορίζουν και τα εν τω βάθει όρια της εκτομής. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην αντιμετώπιση του καρκίνου της κεφαλής και του τραχήλου. Οι ακανθοκυτταρικοί καρκίνοι των βλεννογόνων της κεφαλής (χείλη, γλώσσα, στοματική κοιλότητα κ.λπ.), που προέρχονται από το πολύστοιβο πλακώδες μη κερατινοποιημένο επιθήλιο των περιοχών αυτών, έχουν επιθετικότερη συμπεριφορά από αυτούς του δέρματος. Στους καρκίνους αυτούς χρειάζεται συστηματική σταδιοποίηση με το σύστημα ΤΝΜ  και ανάλογη αντιμετώπιση. Οι λεμφαδένες πρέπει να ελέγχονται συστηματικά, τελευταία δε έχει εισαχθεί η μέθοδος του φρουρού λεμφαδένα στην αναγνώριση τυχόν λεμφαδενικών μεταστάσεων. Όταν οι λεμφαδένες αποδειχθούν διηθημένοι, ενδείκνυται ο αντίστοιχος λεμφαδενικός καθαρισμός. Και εδώ, όπως και στο μελάνωμα, η χρήση προληπτικών λεμφαδενικών καθαρισμών τείνει να εγκαταληφθεί.

Μια άλλη περιοχή που χρειάζεται ειδική αντιμετώπιση είναι το έξω ους, γιατί υπάρχει αυξημένη πιθανότητα τοπικών υποτροπών (~14%) και λεμφαδενικών μεταστάσεων (~6%) όταν ο ασθενής έρχεται για πρώτη φορά στο γιατρό. Ένα άλλο 6% των ασθενών αυτών θα αναπτύξουν μεταστατική νόσο αργότερα. Πολλές φορές χρειάζεται μαζί με την εκτομή του όγκου να γίνει επιπολής παρωτιδεκτομή.

Τα SCC του κορμού και των άκρων έχουν συχνά διαφορετική αιτιολογία και πρόγνωση από αυτά της κεφαλής και του τραχήλου. Συχνά αναπτύσσονται επί

εδάφους ασταθών μετεγκαυματικών ουλών και χρονίων συριγγίων. Η διάγνωση αρκετές φορές καθυστερεί. Σήμερα οι ιατροί γνωρίζουν τη συσχέτιση αυτή και αντιμετωπίζουν τις βλάβες πριν -αναπτυχθεί καρκίνος. Έτσι, αναμένεται η ελάττωση της συχνότητας των καρκίνων αυτών. Όταν αναπτυχθούν όμως έχουν αυξημένα ποσοστά τοπικής υποτροπής και λεμφαδενικών μεταστάσεων, ακόμη και μετά ευρεία χειρουργική εκτομή.

Οι ταχείες βιοψίες κατά τη διάρκεια της χειρουργικής εκτομής μεγάλων και επιθετικών SCC έχουν ιδιαίτερη θέση στην αντιμετώπισή τους. Το παρασκεύασμα πρέπει να αποστέλλεται στο εργαστήριο με σαφή προσανατολισμό των ορίων και ανάλογα με τα αποτελέσματά τους, να αποφασίζεται η ανάγκη ή όχι συμπληρωματικής εκτομής.

Πολλές φορές μετά από εκτομές SCC, που ο χειρουργός υποψιάζεται αυξημένη πιθανότητα υποτροπής, προτιμάται η τοποθέτηση δερματικών μοσχευμάτων την περιοχή της αφαίρεσης του όγκου, έτσι ώστε να είναι εύκολη η διάγνωση τυχόν υποτροπής. Αν τα όρια εκτομής δεν είναι επαρκή συχνά χρειάζεται συμπληρωματική ακτινοθεραπεία. Ατελή όρια εκτομής για τα SCC συνοδεύονται από πιθανότητα υποτροπής μεγαλύτερη του 50%, ενώ η θνητότητά τους υπολογίζεται στο 25%.

watermark smallΓια περισσότερες πληροφορίες και υπεύθυνη ενημέρωση επικοινωνήστε με τον κο Όθωνα Μιχαήλ, Γενικό Χειρουργό, Διευθυντή Χειρουργικής Κλινικής Ιατρικού Παλαιού Φαλήρου και Υπεύθυνο Τμήματος Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής, Τηλ.: 2109520070, 6944435931 | Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. | http://www.omichail.gr